μαστιγοφόροι

μαστιγοφόροι
μαστῑγοφόροι , μαστιγοφόρος
scourge-bearing
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αλύτης — I (alytes). Γένος ανούρων αμφιβίων της οικογένειας των δισκογλωσσιδών. Ζουν συνήθως στη δυτική και την κεντρική Ευρώπη, σε υγρές τοποθεσίες, μέσα σε τρύπες που ανοίγουν στο έδαφος. Το μήκος του σώματός τους φτάνει τα 5 εκ., ενώ το χρώμα τους… …   Dictionary of Greek

  • φυτομονάδες — οι, Ν (βοτ. ζωολ.) μονοκύτταροι μαστιγοφόροι οργανισμοί, χλωροφυλλούχοι και αυτότροφοι συνήθως, που απαντούν σε νερά τα οποία έχουν υποστεί ρύπανση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. phytomonadina] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”